νησίδιον

νησίδιον
τό
1) островок; 2) большая скала; 3) анат. бугорок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "νησίδιον" в других словарях:

  • νησίδιον — islet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιδίοις — νησίδιον islet neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιδίου — νησίδιον islet neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιδίων — νησίδιον islet neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιδίῳ — νησίδιον islet neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησίδια — νησίδιον islet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NARTHECIS — parva insula prope Samum, Strabo et Steph. Narthex Suidoe, sic enim ille, Νάρθηξ νησίδιον ἐγγύς φασι Σάμου εν δεξιᾷ, τοῖς προσπλέουσι …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νησίδιο — το (Α νησίδιον) [νήσος] (υποκορ. τού νήσος) νησίδα, νησάκι νεοελλ. 1. μεγάλος βράχος που εξέχει από την επιφάνεια τής θάλασσας 2. ανατ. σωμάτιο ή σύνολο κυττάρων με ειδική λειτουργία μέσα στον οργανισμό 3. φρ. «νησίδια τού Λάνγκερχανς» (ανατ.… …   Dictionary of Greek

  • νησιδίωι — νησιδίῳ , νησίδιον islet neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»